μονόκαννο

μονόκαννο
το
όπλο με μια κάννη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • μονόκαννος — η, ο 1. (για όπλο) αυτός που έχει μία κάννη 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόκαννο όπλο το οποίο έχει μία μόνο κάννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + καννος (< κάννη), πρβλ. δί καννος. Η λ., στο ουδ. μονόκαννον, μαρτυρείται από το 1866 στο περ. Χρυσαλλίς] …   Dictionary of Greek

  • τσάγκρα — και τσάγγρα και τζάγκρα και τζάγγρα, η, ΝΜ (στον τ. τζάγγρα) (στο Βυζ.) τόξο το οποίο είχε στο μέσον σωλήνα για την τοποθέτηση τού βέλους πριν την εκτόξευσή του και είχε εισαχθεί στο Βυζάντιο από τη Δύση, κατά τον 12ο αιώνα, υπό την επίδραση τών… …   Dictionary of Greek

  • τσάγκρα — η μονόκαννο κοντό κυνηγετικό όπλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”